σπειροειδής

σπειροειδής
Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή παράγεται (διαγράφεται) από ένα σημείο, που αναχωρεί από τον πόλο Ο και κινείται με σταθερή ταχύτητα πάνω σε μια ακτίνα από τον πόλο, που στρέφεται (μένοντας πάνω στο επίπεδο) με σταθερή γωνιακή ταχύτητα· η παραβολική σπειροειδής· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ2 = κθ, όπου κ ο πραγματικός αριθμός· η υπερβολική σπειροειδής («υπερβολική έλικα»): η εξίσωση της είναι: ρ = α/θ, όπου α  ο πραγματικός αριθμός. Σ’ αυτή ο πόλος Ο είναι «ασύμπτωτο σημείο» και η ευθεία, η παράλληλος του πολικού άξονα σε «απόσταση» α είναι ασύμπτωτος της (και η μοναδική). Οι προηγούμενες σπειροειδείς είναι ειδικές περιπτώσεις της με εξίσωση: ρm= αmθ, όπου m ακέραιος και α ο πραγματικός αριθμός· η λογαριθμική σπειροειδής («λογαριθμική έλικα») : η εξίσωσή της είναι log r = αφ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή χαρακτηρίζεται και σαν ισογώνια γιατί τέμνει κατά σταθερή γωνία τις πολικές ακτίνες.
* * *
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει περιελιχθεί ή αναπτυχθεί έτσι ώστε να σχηματίζει σπείρες, ελικοειδής (α. «σπειροειδής κίνηση» β. «σπειροειδές σῶμα», Ερμ. Τρισμ.)
νεοελλ.
1. (ανατ.-ιατρ.) (για ανατ. σχηματισμό, για βλάβη ή για νόσο) αυτός που έχει διαδρομή σχήματος σπείρας (α. «σπειροειδές γάγγλιο τού κοχλιακού νεύρου» β. «σπειροειδής ζώνη τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων» γ. «σπειροειδείς επίδεσμοι» δ. «σπειροειδή κατάγματα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το σπειροειδές
(ηλεκτρ.) το ελικοειδές σύρμα τού ηλεκτρομαγνήτη
3. φρ. α) «σπειροειδής αυλάκωση»
βιολ. τρόπος αυλάκωσης κατά τον οποίο τα πρώτα βλαστομερίδια διαιρούνται λοξά, έτσι ώστε στο στάδιο τών 8 κυττάρων τα 4 κύτταρα τού ζωικού πόλου να μη βρίσκονται στον ίδιο μεσημβρινό με τα 4 τού φυτικού πόλου αλλά ενδιαμέσως
β) «σπειροειδής βαλβίδα»
ζωολ. σπειροειδής εσωτερική πτύχωση τού εντερικού τοιχώματος σε μερικά από τα πιο πρωτόγονα ψάρια
γ) «σπειροειδής βαλβίδα τού Χάιστερ»
ζωολ. πτυχή τού βλεννογόνου στο στόμιο τής χοληδόχου κύστεως
δ) «σπειροειδής καρδιακή βαλβίδα»
ζωολ. ατελής διαμερισματοποίηση τού αρτηριακού κώνου στους δίπνοους ιχθύς
ε) «σπειροειδής καμπύλη»
μαθ. η καμπύλη που προκύπτει από την τομή μιας σπείρας και ενός επιπέδου
στ) «σπειροειδής καμπύλη τού Περσέως»
μαθ. αλγεβρική καμπύλη τέταρτου βαθμού που προκύπτει από την τομή μιας σπείρας και ενός επιπέδου παράλληλου προς τον άξονά της
ζ) «σπειροειδές ελατήριο»
τεχνολ. i) μικρό ελατήριο κατασκευασμένο από πολύ λεπτό σύρμα περιελιγμένο σε επίπεδη σπείρα ενωμένη με λικνοτροχό στο εσωτερικό άκρο της, το οποίο εξασφαλίζει τον ισοχρονισμό στα ρολόγια, αλλ. τριχοειδές ελατήριο, κν. τρίχα
ii) ελατήριο κατασκευασμένο από στενή χαλύβδινη ταινία περιελιγμένη σε επίπεδη σπείρα, που χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας σε ωρολογιακούς μηχανισμούς, γραφομηχανές, κουρδιστά παιχνίδια κ.α.
επίρρ...
σπειροειδώς / σπειροειδῶς ΝΑ
με σπειροειδή μορφή, σε σπειροειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπειροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με σπείρα, ελικοειδής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …   Dictionary of Greek

  • Αρχιμήδης — (Συρακούσες 287 – Συρακούσες 212 π.Χ.).Μαθηματικός και φυσικός. Ήταν γιος του αστρονόμου Φειδία και λέγεται ότι υπήρξε μαθητής του Ευκλείδη. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στις… …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • βαλλισνερία — Πολυετής πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία της είναι β. η σπειροειδής. Φυτό υδρόβιο, υποβρύχιο, με κοντούς βλαστούς και φύλλα παράριζα, επιμήκη, λεπτά, σχεδόν ταινιοειδή και διαφανή. Τα άνθη του είναι δίοικα,… …   Dictionary of Greek

  • καπρινίδες — (caprinidae). Οικογένεια ετερόδοντων ελασματοβραγχίων που έχουν εκλείψει. Τα ζώα αυτά είχαν χοντρό, δίθυρο κέλυφος, του οποίου οι κόγχες ήταν άνισες. H δεξιά θύρα τους ήταν σταθερή, κωνική ή σπειροειδής, και μεταξύ δύο βοθρίων είχε ένα ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ακανθίας — Γένος ψαριών της οικογένειας των σπινακιδών. Η οικογένεια αυτή διακρίνεται από τα δύο ραχιαία πτερύγιά της, από τα οποία το ένα βρίσκεται μπροστά από τα στηθικά, σε κάθετη γραμμή. Ο σπειροειδής έλικας του πεπτικού σωλήνα έχει λιγότερο πλατιές… …   Dictionary of Greek

  • δίνος — ο (Α δῑνος) ο ψυκτήρας, ο σπειροειδής σωλήνας τού αποστακτικού λέβητα αρχ. 1. δίνη, κυκλική κίνηση 2. στρόβιλος 3. είδος χορού 4. ίλιγγος, ζάλη 5. αλώνι 6. πήλινο αγγείο για κρασί, δείνος 7. τόρνος 8. η περιστροφή την οποία έδωσε ο Νους στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”